ατράκιον

ατράκιον
ἀτράκτιον, το (AM)
υποκοριστικό του άτρακτος, αδράχτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λυκοσπάς — λυκοσπάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) 1. κατασπαραγμένος από λύκους 2. επίθετο τών μελισσών οι οποίες εκκολάπτονται πάνω στα πτώματα τών βοδιών που κατασπαράχθηκαν από λύκους 3. (για ίππο) αυτός που σύρεται με λύκο, δηλ. με σιδερένιο άγκιστρο που βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”